- ἀλφιτεία
- ἀλφιτείᾱ , ἀλφιτείαpreparing offem nom/voc/acc dualἀλφιτείᾱ , ἀλφιτείαpreparing offem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλφίτεια — ἀλφίτεια, η [*ἀλφιτεύς] στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα από την Πύλο και δηλώνει γυναικείο επάγγελμα σημαίνει πιθανότατα ό,τι και το ἀλφιτεὺς (μυλωνάς), τού οποίου είναι το αντίστοιχο θηλυκό (δοτική ενικού a pi te ja) … Dictionary of Greek
αλφιτεία — ἀλφιτεία, η (Α) [ἀλφιτεύω] η αλφιτοποιία* … Dictionary of Greek
ἀλφιτεῖα — ἀλφιτεῖον mill for grinding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek
αλφιτεύω — ἀλφιτεύω (Α) αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς. ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον] … Dictionary of Greek